|
Σύμφωνα
με τα στοιχεία που
ανακοίνωσε χθες η
Ελληνική Στατιστική Αρχή
(ΕΛΣΤΑΤ), το πλήθος των
ενεργών επιχειρήσεων που
δραστηριοποιούνταν στην
Ελλάδα στους τομείς της
βιομηχανίας, των
κατασκευών, του εμπορίου
και των υπηρεσιών ανήλθε
σε 932.549 το 2023, από
917.441 το 2022.

Από το
σύνολο των 932.549
ενεργών επιχειρήσεων, οι
697.484 επιχειρήσεις
ήταν ατομικές, ποσοστό
δηλαδή περίπου 75%, ενώ
574.264, το 61% δηλαδή
του συνόλου, δεν
απασχολούσαν μισθωτούς.
Οι τομείς με το
μεγαλύτερο πλήθος
ενεργών επιχειρήσεων
ήταν το χονδρικό και το
λιανικό εμπόριο με
222.793 επιχειρήσεις, οι
οποίες αποτελούν το
23,9% του συνόλου των
ανωτέρω επιχειρήσεων, οι
επαγγελματικές,
επιστημονικές και
τεχνικές δραστηριότητες
με 161.222 επιχειρήσεις
(πρόκειται για
επιχειρήσεις –
ελεύθερους επαγγελματίες
γιατρούς, δικηγόρους,
μηχανικούς, τεχνίτες
κ.ο.κ.), οι οποίες
αποτελούν το 17,3%, και
ακολουθούν οι
δραστηριότητες υπηρεσιών
παροχής καταλύματος και
εστίασης με 108.413
επιχειρήσεις που
αντιστοιχούν σε ποσοστό
11,6%. Μεταποιητικές
επιχειρήσεις ήταν το
2023 μόλις το 6,15% του
συνόλου, οι περισσότερες
όμως επίσης πολύ μικρές,
κατά βάσιν βιοτεχνίες,
αφού από τις 57.326
σχεδόν οι μισές (28.203)
εμφανίζονται να μην
απασχολούν μισθωτούς και
19.424 απασχολούν έναν
έως τέσσερις μισθωτούς.
Οπως άλλωστε έχει
επισημάνει σε πρόσφατη
έκθεσή της η Ευρωπαϊκή
Επιτροπή, περίπου το 70%
των μικρομεσαίων
επιχειρήσεων στην Ελλάδα
δραστηριοποιείται σε
κλάδους υπηρεσιών
χαμηλής έντασης γνώσης
και σε κλάδους της
μεταποίησης χαμηλής
τεχνολογίας, απασχολεί
το 76,6% των εργαζομένων
και παράγει το 66,3% της
προστιθέμενης αξίας των
ΜΜΕ.
Τι
σημαίνει το παραπάνω για
τις ίδιες τις
επιχειρήσεις και
συνολικά για την
ελληνική οικονομία; Πολύ
μικρές δυνατότητες
ανάπτυξης για τις ίδιες
και χαμηλή
ανταγωνιστικότητα για
την ελληνική οικονομία.
«Η συγκριτικά μεγαλύτερη
συμμετοχή των πολύ
μικρών επιχειρήσεων στην
οικονομική δραστηριότητα
της χώρας δυσχεραίνει
την επίτευξη οικονομιών
κλίμακας, ενώ περιορίζει
τη δυνατότητα
τεχνολογικού
εκσυγχρονισμού.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα
με εκτιμήσεις τις
Ευρωπαϊκής Επιτροπής για
το 2024, σχεδόν το 47%
των απασχολουμένων στην
Ελλάδα (Ε.Ε.-27: 30,1%)
εργάζεται σε
επιχειρήσεις με λιγότερα
από δέκα άτομα, με τους
αυτοαπασχολούμενους να
αντιπροσωπεύουν το 27,1%
της συνολικής
απασχόλησης στη χώρα μας
(Ε.Ε.-27: 13,7%). Ενας
άλλος δομικός παράγοντας
σχετίζεται με τον
προσανατολισμό της
ελληνικής οικονομίας
προς τις υπηρεσίες –των
οποίων η πλειονότητα των
κλάδων είναι εντάσεως
εργασίας– έναντι της
βιομηχανίας που είναι
περισσότερο εντάσεως
κεφαλαίου. Το ποσοστό
της βιομηχανίας στη
συνολική ακαθάριστη
προστιθέμενη αξία (ΑΠΑ)
ανήλθε το 2024 σε 15,1%
και παρά την αύξηση του
εν λόγω ποσοστού σε
σύγκριση με την
προηγούμενη δεκαετία
εξακολουθεί να παραμένει
από τα χαμηλότερα στην
Ε.Ε.-27», επισημαίνει η
Alpha
Bank
στο χθεσινό δελτίο
οικονομικών εξελίξεων.
Δεν
είναι τυχαίο, άλλωστε,
ότι το 2025 η Ελλάδα
βρέθηκε στην 50ή θέση
μεταξύ 69 χωρών στην
Παγκόσμια Επετηρίδα
Ανταγωνιστικότητας (με
έτος αναφοράς το 2024)
που καταρτίζει το
IMD
(International
Institute
for
Management
Development),
με τον πυλώνα της
«Επιχειρηματικής
Αποτελεσματικότητας» να
κατρακυλά εννέα θέσεις
(στην 53η) και το
IMD
να επισημαίνει ότι η
Ελλάδα χρειάζεται
επενδύσεις σε τομείς που
δημιουργούν πολλές, νέες
και σταθερές θέσεις
εργασίας, όπως είναι ο
μεταποιητικός,
προκειμένου η οικονομία
να είναι πιο ανθεκτική.
Σύμφωνα
με τα στοιχεία της
ΕΛΣΤΑΤ, από το σύνολο
των 78.754 επιχειρήσεων
που ιδρύθηκαν το 2023,
οι 54.193 επιχειρήσεις ή
το 69% ήταν ατομικές,
ενώ 61.169 ή το 78% δεν
απασχολούσαν μισθωτούς.
Οι τομείς με το
μεγαλύτερο πλήθος
γεννήσεων επιχειρήσεων
ήταν οι επαγγελματικές,
επιστημονικές και
τεχνικές δραστηριότητες
με 14.693 επιχειρήσεις
(18,7%), το χονδρικό και
το λιανικό εμπόριο με
13.001 επιχειρήσεις
(16,5%), και ακολουθούν
οι δραστηριότητες
υπηρεσιών παροχής
καταλύματος και εστίασης
με 9.616 επιχειρήσεις
(12,2%). Ακόμη και οι
περίφημες «γαζέλες»
(όπως ονομάζονται οι
επιχειρήσεις υψηλής
ανάπτυξης, που
απασχολούσαν δέκα
μισθωτούς το 2020 και
είχαν μέση ετήσια αύξηση
του αριθμού των μισθωτών
10% την περίοδο
2020-2023), αφορούν
κυρίως για επιχειρήσεις
των κλάδων παροχής
υπηρεσιών καταλύματος
και εστίασης.
|